- κυκλώπειος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κύκλωπες: Τα κυκλώπεια τείχη προκαλούσαν το θαυμασμό στην αρχαιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώπειος — α, ο (Α κυκλώπειος, εία, ον, θηλ. και ος) [Κύκλωψ] (κυρίως για τα γιγαντιαία τείχη τής Μυκηναϊκής περιόδου) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες («κυκλώπεια τ οὐράνια τείχεα», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γιγάντιος, τεράστιος,… … Dictionary of Greek
Κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλωπείην — Κυκλώπειος uncivilized fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)